- σημαιοστολισμένος
- -η, -ο, Νβλ. σημαιοστολίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σημαιοστολίζω — Ν 1. αναρτώ σημαίες σε χώρο ή σε κτήριο για τον εορτασμό χαρμόσυνου γεγονότος 2. ναυτ. υψώνω τον μικρό ή τον μεγάλο σημαιοστολισμό 3. μτφ. στολίζω, διακοσμώ 4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σημαιοστολισμένος, η, ο α) στολισμένος με σημαίες β) ειρων.… … Dictionary of Greek
σημαιοστόλιστος — η, ο, Ν σημαιοστολισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαία + στόλιστος (< στολίζω). Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Κωνστ. Πωπ] … Dictionary of Greek
Ντιφί, Ραούλ — (Raoul Dufy, Χάβρη 1877 – Φορκαλκιέ 1953). Γάλλος ζωγράφος, χαράκτης και διακοσμητής, μία από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης γαλλικής ζωγραφικής. Το 1900 άρχισε να σπουδάζει στο Παρίσι, με δάσκαλο τον Λεόν Μπονά, αλλά άντλησε τις… … Dictionary of Greek
σημαιοστολίζομαι — σημαιοστολίζομαι, σημαιοστολίστηκα, σημαιοστολισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σημαιοστολίζω — σημαιοστόλισα, σημαιοστολίστηκα, σημαιοστολισμένος, στολίζω με σημαίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)